Σάββατο 28 Απριλίου 2012

ΔΥΟ ΜΟΝΑΧΟΙ

 
Δυο μοναχοί τριγυρνούσαν στο δάσος, όταν συνάντησαν μια όμορφη παλλακίδα που στεκόταν στην όχθη ενός πλημμυρισμένου ρυάκι. Επειδή είχαν δώσει όρκο εγκράτειας, ο νεότερος μοναχός αγνόησε τη γυναίκα και διέσχισε βιαστικά το ρυάκι.
Καταλαβαίνοντας πως η όμορφη γυναίκα δεν Θα μπορούσε να διασχίσει μόνη της το ρυάκι, ο μεγαλύτερος μοναχός την σήκωσε στην αγκαλιά του και την μετέφερε στην αντίπερα όχθη. Μόλις έφτασαν απέναντι, την άφησε προσεκτικά να πατήσει στο έδαφος. Εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο και οι δυο μοναχοί συνέχισαν τον δρόμο τους.
ο νεότερος μοναχός έβραζε από μέσα του, καθώς θυμόταν
ξανά και ξανά το περιστατικό.
Πώς μπόρεσε; σκεφτόταν ο νεότερος μοναχός με θυμό. Ο όρκος εγκράτειας που δώσαμε δεν σημαίνει τίποτα για εκείνον; ‘Όσο περισσότερο σκεφτόταν όσα είχε δει, τόσο περισσότερο Θύμωνε, ώσπου το Θέμα γιγαντώθηκε στο μυαλό του: αν το είχα κάνει εγώ, σκεφτόταν, Θα με είχαν διώξει με τις κλοτσιές από το τάγμα. Είναι αηδιαστικό. Μπορεί να μην είμαι μοναχός τόσα χρόνια όσα εκείνος, αλλά ξέρω να ξεχωρίζω το σωστό από το λάθος.
Κοίταξε τον άλλο μοναχό για να διαπιστώσει αν ένιωθε
τουλάχιστον αποστροφή για την πράξη του, αλλά εκείνος φαινόταν ήρεμος και γαλήνιος όπως πάντα.
Τελικά, ο νεότερος μοναχός δεν άντεξε άλλο.
«Πώς μπόρεσες να το Κάνεις;» ρώτησε. «Πώς μπόρεσες να κοιτάξεις έστω εκείνη τη γυναίκα — πόσο μάλλον να την σηκώσεις στην αγκαλιά σου και να την μεταφέρεις; Δεν Θυμάσαι πως έδωσες όρκο εγκράτειας;»
Ο μεγαλύτερος μοναχός φάνηκε να ξαφνιάζεται και μετά χαμογέλασε με μεγάλη τρυφερότητα στα μάτια.
«Δεν την μεταφέρω πια, αδελφέ μου. Μήπως όμως την μεταφέρεις εσύ;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου